γλυκερός

γλυκερός
-ή, -ό (AM γλυκερός, -ά, -όν)
1. γλυκός, ευχάριστος στη γεύση
2. (για δέντρα) αυτός που κάνει γλυκούς, εύγευστους καρπούς
3. εκείνος που προκαλεί ευχαρίστηση, ο τερπνός (α. «γλυκεραῑς εὐναῑς», Πίνδ.
β. «γλυκερή λιγοθυμιά», Κρυστάλλης)
4. ο ποθητός (α. «νόστου γλυκεροῡ», Πίνδ.
β. «τα περιπόθητα βουνά και τα χωράφια τής γλυκεράς πατρίδος», Κάλβος)
νεοελλ.
1. ο κάπως γλυκός, ο υπόγλυκος
2. (για έργα τέχνης) γλυκανάλατος*, με επιφανειακά, «μελό» συναισθήματα
3. (για βρύση) αυτή που βγάζει γλυκό, πόσιμο νερό
4. (για άνεμο) γλυκός, απαλός
5. (για μουσικό όργανο) με ευχάριστο, γλυκό ήχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος και σπανιότερος τ. του γλυκύς (πρβλ. κρατερός -κρατύς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γλυκερός — masc nom sg γλυκύς sweet to the taste masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυκερός — ή, ό γλυκός: Τα σύκα ήταν γλυκερά και δε μου άρεσαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γλυκερά — γλυκερός neut nom/voc/acc pl γλυκερά̱ , γλυκερός fem nom/voc/acc dual γλυκερά̱ , γλυκερός fem nom/voc sg (attic doric aeolic) γλυκύς sweet to the taste neut nom/voc/acc pl γλυκερά̱ , γλυκύς sweet to the taste fem nom/voc/acc dual γλυκερά̱ ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυκερώτερον — γλυκερός adverbial comp γλυκερός masc acc comp sg γλυκερός neut nom/voc/acc comp sg γλυκύς sweet to the taste adverbial comp γλυκύς sweet to the taste masc acc comp sg γλυκύς sweet to the taste neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυκερῶν — γλυκερός fem gen pl γλυκερός masc/neut gen pl γλυκύς sweet to the taste fem gen pl γλυκύς sweet to the taste masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυκερόν — γλυκερός masc acc sg γλυκερός neut nom/voc/acc sg γλυκύς sweet to the taste masc acc sg γλυκύς sweet to the taste neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυκερώτατον — γλυκερός masc acc superl sg γλυκερός neut nom/voc/acc superl sg γλυκύς sweet to the taste masc acc superl sg γλυκύς sweet to the taste neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυκεραῖς — γλυκερός fem dat pl γλυκύς sweet to the taste fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυκεραῖσι — γλυκερός fem dat pl (epic ionic aeolic) γλυκύς sweet to the taste fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυκεραί — γλυκερός fem nom/voc pl γλυκύς sweet to the taste fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”